- εκπιεστήριον
- το пресс (для выжимания сока и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκπιεστήριον — press neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπιεστήριο — το (AM ἐκπιεστήριον) όργανο με το οποίο γίνεται η εκπίεση … Dictionary of Greek